"ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ"

22 Μαρ 2011

"Ελλάδα: Γη του μέτρου & της αρμονίας"

Της Δημοσιογράφου του MEGA CHANNEL 
κ. Μαρίας Παπουτσάκη



Όταν ο Σεβασμιώτατος  Μητροπολίτης  Πέτρας και Χερρονήσου κ. Νεκτάριος, μου ζήτησε να μιλήσω σ’ ένα εξειδικευμένο κοινό που έχει σχέση με τον πολιτισμό του τόπου, η πρώτη μου αντίδραση ήταν αρνητική. Η δεύτερη σκέψη όμως-που ελπίζω να μην είναι χειρότερη της πρώτης- ήταν θετική. Ασχολούμαι με την εκπαίδευση πάνω από 30 χρόνια, με σχέση επαγγελματική, κυρίως  εξετάζοντας τα προβλήματά της. Έτσι, αν ισχύει αυτό που συχνά ακούγεται ότι όλα είναι θέμα παιδείας, θαρρώ πως μπορώ να προσθέσω το φτωχό μου λόγο σ’ όλα αυτά που με πονούν, με ενθουσιάζουν κι ακόμη με κάνουν υπερήφανη που είμαι Ελληνίδα. Μια βαθιά γνώση-αν όχι επίγνωση- ότι το να είσαι ΄Ελληνας είναι κάτι περισσότερο από εθνικός προσδιορισμός. Είναι ιδεολογία, είναι από μόνη της κουλτούρα. Κι όλα αυτά δεν τα λέω ορμώμενη από μια τοπικιστική αντίληψη, και εθνική παρόρμηση, αλλά επειδή έτσι εισπράττω τις αντιδράσεις των απανταχού της γης κατοίκων, όπου τους έχω συναντήσει. Από την μακρινή Αυστραλία μέχρι τις χώρες της Βαλτικής, όπου οδηγήθηκα από επαγγελματικούς λόγους.
Δεν ξέρω κατά πόσον ο λόγος ενός δημοσιογράφου έχει βάρος και ισχύ στις μέρες μας. Θα προσπαθήσω όμως να σας πω και ελπίζω να σας πείσω, πώς οι δέκα-είκοσι “τηλεπαραθυράκηδες”, δεν είναι ο κανόνας μέσα στις τάξεις των δημοσιογράφων. Αντίθετα η μεγάλη πλειοψηφία είναι σκληρά εργαζόμενοι που συχνά παραδέχονται ότι δεν είναι φωτεινοί παντογνώστες, ούτε κατέχουν την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Δεν παραγνωρίζω βέβαια ούτε την ευθύνη που έχουμε όλοι ανεξαιρέτως που υπηρετούμε τον Τύπο, ιδιαίτερα τον ηλεκτρονικό, για τα στρεβλά πρότυπα, που έχουν γίνει βίωμα σε πολλούς ανθρώπους.
 Αλλά όλ’αυτά θαρρώ πως με ξεστρατίζουν. Απλώς με όλα αυτά, θέλω να δηλώσω εκ των προτέρων ότι στόχος μου είναι να σας μεταφέρω τη δική μου εμπει­ρία και αντίληψη, σε μια σκληρή εποχή, για τη χώρα μας,  που ο ιστορικός του μέλλοντος θαρρώ πως θα της βάλει και πάλι τίτλο : Τα πέτρινα χρόνια.
Αρχίζω λοιπόν απο τη διαπίστωση : Η Ελλάδα, είναι το καλύτερο οικόπεδο στο πλανήτη. Πολύ συχνά θα έχετε ακούσει αυτή τη φράση. Κι ίσως συχνότερα το γνωστό “ανέκδοτο” πως ο Θεός όταν ολοκλήρωσε τη δημιουργία του κόσμου, θέλησε να ξεκουραστεί. Έριξε τα θεϊκά Του μάτια στο θαυμαστό κόσμο που δημιούργησε κι απ’όλα τα θαυμάσια, η Ελλάδα τράβηξε το  ενδιαφέρον Του, ως το ωραιότερο κομμά­τι της πανέμορφης πλάσης Του. Κι εδώ σ΄αυτή την άκρη του πλανήτη αποφά­σισε να περάσει τις διακοπές του. (Με αυτή την έννοια δηλαδή ο Θεός ήταν ο πρώτος “επισκέπτης” της χώρα μας).
Γη ελληνική της αρχαιότητας, τότε που οι άνθρωποι δημιουργούσαν Εργα, Ιδέες αλλά εκφράζονταν και με  μύθους με έντονο το συμβολισμό. Γιατί κανένας  μύθος δεν είναι ένα τυχαίο παραμύθι. Όλοι, μα όλοι παραπέμπουν, καθοδηγούν, ερμηνεύουν, υποδηλούν.
Σ΄αυτή τη θαυμαστή δημιουργία φαίνεται πώς  συνηγόρησε τα μάλα η ίδια η φύση. Το  ελληνικό τοπίο, είναι λουσμένο στο φως. Σ’ ένα φως εκτυφλωτικό που δεν επιτρέπει παρερμηνείες, δημιούργησαν τον κόσμο τους. Σε μια γη που όλα λες και χωρούν στην παλάμη σου. Μικρές κοιλάδες,λόφοι και βουνά προσπελάσιμα, δένδρα χαμηλά, δάση φωτεινά και κλίμα ήπιο, χωρίς τσουνάμια και συμφορές που ξεπερνούν τα όρια που μπορεί να αντέξει ανθρώπινη ψυχή. Και μέσα σε όλα αναπόσπαστο στοιχείο η θάλασσα. Άλλοτε να ενδίδει προς τη ξηρά κι άλλοτε η γη να εισέρχεται στα σπλάχνα της.  Όλα στα μέτρα του ανθρώπου. Αντιμετωπίσιμα και προσιτά, γεμάτα θηλυκές καμπύλες. Ακόμη  και όταν αιχμηρά τα βράχια υψώνονται και πάλι μπορείς να τα ανέβεις. Όλα στο μπόϊ σου. Μέσα στις δυνατότητες του ανθρώπου. Θ’ απλώσεις το χέρι σου να τα ακουμπήσεις, θ’ ανοίξεις την αγκαλιά σου να τα περιβάλεις.
Σ΄έναν τέτοιο χώρο, θαρρώ πως αναπόφευκτα έγιναν όλα όσα αποτέλεσαν τη βάση του παγκόσμιου πολιτισμού. Είτε μιλάμε για τέχνη, είτε για γράμματα είτε για φιλοσοφία, είτε για ιδέες, είτε για πολιτεύματα.
Βάσισα τον τίτλο αυτής της ομιλίας σ’ έναν μεγάλο φιλέλληνα που το έργο του θα έπρεπε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να διδάσκεται στα σχολεία μας. Μιλάω για τον πρώην υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Μωρίς Ντρυόν. Έναν βαθιά φιλέλλη­να, με απόλυτη γνώση του ελληνικού πνεύματος και της ψυχής που γέννησε αρι­στουρ­γή­ματα σε όλες τις μορφές της τέχνης και του πολιτισμού, της ιστορίας,  της φι­λο­σο­φίας. Ο άνθρωπος  αυτός περπάτησε πάνω στα ερείπια και κατάφερε να νιώσει την ανάσα εκείνων που δημιούργησαν Παρθενώνες. Ακούμπησε τα αγάλματα κι ένιωσε στις παλάμες του το χρόνο και την ιστορία να περπατούν. Μύρισε τον αέρα και το χώμα. Λούστηκε στο φως και όλα τα αφομοίωσε, μεταφράζοντας την αρμονία που διδάχθηκε από όλα αυτά,  σε λέξεις.
Λέει λοιπόν ο μεγάλος αυτός ελληνιστής : « Από τότε που το ελληνικό πεπρωμένο βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα η Ελλάδα προσέφερε αυτό το κράμα ηπιότητας και δραματικότητας, αυτή τη γειτνίαση του τραγικού βουνού με την γαληνεμένη πεδιάδα, αυτή την αλληλοδιαδοχή της άγονης ακρώρειας και της καταπράσινης κοιλάδας, αυτόν τον αειμετάβλητο διαμελισμό της ακτής, αυτή την αλληλοπε­ριχώρηση παντού της γης και του νερού, του επιθετικού βράχου και της ενδοτικής θάλασσας, αυτή την αέναη εναλλαγή των φάσεων του φωτός, αυτόν τον ορίζοντα που δεν είναι μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, αλλά μια διαδοχή οριζόντων ολοένα και πιο θολών, όπως είναι οι απώτερες ζώνες της συνείδησης, όλα αυτά που συνέθεταν τόσο άρτια αυτή τη χώρα ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει μέσα σ΄αυτήν να αναγνωρίσει τον εαυτό του…”
Τόση ώρα  προσπαθώ να σας μιλήσω  για τον ελληνικό πολιτισμό. Κι όμως ομολογώ πως χρησιμοποιώ τις φράσεις μ’ έναν φόβο. Γιατί πια στις μέρες μας, δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για τα αυτονόητα.
Σ΄αυτό τον τόπο που η ίδια γλώσσα ομιλείται αιώνες τώρα, θαρρείς και χάσαμε το νόημα και τη σημασία της.  Όποιος μιλάει σήμερα, για ελληνικό πολιτισμό, για αρχαιότητα, για αξίες, για παραδόσεις, αλλά και για ελληνική παιδεία παρεξηγείται. Θα τον πουν εθνικιστή, πατριδολάτρη, παρωχημένο. Αναρωτιέμαι αν αυτή η αντίλη­ψη είναι αποτέλεσμα σύγχυσης ή  αντίθετα αυτή η αντίληψη καλλιεργήθηκε επιστα­μένως, για άγνωστους σε μένα λόγους, που μπορεί να παραπέμπουν στην γνωστή “εθνική” συνήθειάς μας  για θεωρίες συνωμοσίας.
Γιατί, αλήθεια, ο ελληνικός πολιτισμός είναι μόνο τα αγάλματα, οι τόποι, οι ναοί, τα ερείπια και τα απομεινάρια της ζωής των προγόνων; Η μήπως είναι όλα αυτά τα οποία ζουν εφόσον όλοι εμείς προσδίδουμε μια ιδιαίτερη σημασία και έννοια, που παίρνει υπόσταση από την ίδια τη ψυχή μας ; Μα για να δοθεί αυτή η υπόσταση και εν τέλει να εκτιμηθεί η απίστευτη ισορροπία εκείνου του πολιτισμού, μήπως θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε εκτός από τα μάτια και τα αυτιά, και τις ικανότητες εκείνες που θα μας επιτρέψουν να ακουμπήσουμε πάνω στα μάρμαρα, πάνω στα κείμενα, πάνω στα κατάλοιπα αιώνων και να ακούσουμε την ανάσα, το ψίθυρο, να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας, εκείνους τους ανθρώπους, τα πιστεύω και τις επιδιώξεις τους; Τα οράματα και τις παραδόσεις τους,  τον τρόπο ζωής και σκέψης που οδήγησε στην παραγωγή αυτού του θαύματος που ονομάζεται ελληνικός πολιτισμός;
Νομίζω  όμως ότι συχνά κάνουμε τα ίδια λάθη. Χρησιμοποιούμε τις έννοιες χωρίς να αντιλαμβανόμαστε την ουσία τους. Ίσως γιαυτό θα έπρεπε το ετυμολογικό να είναι εντελώς ξεχωριστό μάθημα στα σχολεία μας. Να γνωρίζουμε δηλαδή την κατά­γωγή των λέξεων για να κατανοήσουμε τις έννοιες. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Τα λέω όλα αυτά γιατί πιστεύω πως αν η παιδεία μας είχε τέτοια κατεύθυνση, θαρρώ πως και η εξέλιξή μας θα ήταν διαφορετική.
 Μπορεί οι εκάστοτε κυβερνώντες να διακηρύσσουν ότι ο πολιτισμός , είναι το όχημα μας ανά τους αιώνες, και ο τουρισμός ( δηλαδή η προβολή του πολιτισμού μας στους άλλους), είναι η βαριά μας βιομηχανία. Ωστόσο εγώ θαρρώ πως αυτή βιομη­χανία, αν ποτέ υπήρξε ως τέτοια,  σήμερα έχει πιάσει σκουριά. Ιδιαίτερα μετά την έξαρση που μας κατείχε το 2004, βαλτώσαμε, βυθιστήκαμε και αναπολούμε πλέον τον ευδαιμονισμό άλλων ετών.
Κι εδώ ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης ανήκει στους εκάστοτε κυβερνώντες. Εδώ που το κράτος κρατά την ανάσα του κάθε φορά που γίνονται εκλογές. Αναπο­δογυρίζει η κρατική μηχανή έστω και αν δηλώνεται ότι το κράτος έχει συνέχεια. Στην πράξη αυτό δεν έχει κατακτηθεί. Δείτε για παράδειγμα τη διπλανή μας Ιταλία. Κι αυτή είναι μητρόπολη και φορέας πολιτισμού, κι αυτή είναι μια χώρα με κατοίκους παρόμοιας ιδιοσυγκρασίας με την ελληνική. Παρόλα αυτά, οι φίλοι μας  οι Ιταλοί,  έχουν καταφέρει να πορεύονται  μέσα σε απίστευτα πολλές εναλλαγές προσώπων στην κυβέρνηση,  αλλά το κράτος είναι εκεί. Οι νόμοι δεν αλλάζουν συνε­χώς με  άλλους νόμους και υπουργικές αποφάσεις. Οι υπάλληλοι του κράτους, δεν αλλάζουν γιατί ανήκουν κομματικά σε άλλη παράταξη απ΄αυτήν που κυβερνά κάθε φορά. Δεν λέω ότι υπάρχει αξιοκρατία. Υπάρχει όμως μια ροή και μια εξέλιξη που δεν σταματά,  γιατί άλλαξε η κυβέρνηση.
Το κράτος εδώ δεν λειτουργεί πολλές φορές, γιατί αν λειτουργούσε θα έλυνε ευκολότερα  και τα προβλήματα της ανεργίας, και τα προβλήματα του χρέους μας και το βιοτικό μας επίπεδο  θα είχε καλύτερες προοπτικές και δεν θα  “κυνηγούσαμε “όλοι το αυτονόητο. Δεν θα είχαμε κατρακυλήσει στη σημερινή μιζέρια που φαίνεται να κατατρύχει το μεγαλύτερο μέρος του λαού μας.
Γιατί το να μπορείς να δείχνεις τα μνημεία του πολιτισμού, να προβάλεις και να επισημαίνεις τα επιτεύγματα του παρελθόντος, θαρρώ πως προϋποθέτει να προσπα­θήσεις πρώτα να προσπαθήσεις να μπεις μέσα στη ψυχή και το μυαλό των ανθρώπων που τα δημιούργησαν.  Κι αυτό χρειάζεται γνώση. Για να αναδείξουμε την κληρο­νομιά μας πρέπει πρώτα να την γνωρίσουμε. Για να καταλάβουμε το έργο το δικό σας, πρέπει να γνωρίζουμε ποιο ακριβώς είναι το έργο σας. Και για να τα μάθουμε όλα αυτά πρέπει να αποκτήσουμε παιδεία. Και δεν εννοώ μόνο  τα τυπικά σχολεία και Πανεπιστήμια. Εννοώ μια πιο πλατιά και βαθιά σχέση. Μια σχέση αγαπητική με τον τόπο μας και αυτά που περικλείει.
Στην Ελλάδα, αν θα πει κανένας αυτό που λέγεται κατά κόρον στην Αμερική: Μη ρωτάς ποτέ τι κάνει η πατρίδα για σένα αλλά τι κάνεις εσύ για την πατρίδα είναι βέβαιο πως θα γελάσουν ειρωνικά. Και ίσως δεν θα έχουν άδικο. Αν σκεφτεί κανείς τι έχουμε ακούσει και δει τα τελευταία χρόνια να πράττουν οι πολίτες εναντίον της πατρίδας, κι η πατρίδα εναντίον των πολιτών της. Κι όλ΄αυτά με ποιο στόχο;
Πόσος ευτελισμός και πάθος για έναν ευδαιμονισμό που τελικά παραπέμπει στην εθνική μας μοναξιά. Δηλαδή εκεί όπου η αναπόληση και η αναφορά των επιτευγμάτων του αρχαίου πολιτισμού, το  πολύ-πολύ να μας οδηγήσει σε μια κατά­θλιπτική προγονολατρεία. Αν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την ιστορία μας ως μία συνέχεια, τότε δεν μπορούμε να ξέρουμε  κατά “πως προχωρούμε”, όπως λέει και ο Σεφέρης. Γιατί δεν έχει σημασία να πηγαίνουμε προς τα εμπρός. Μεγαλύτερη σημα­σία έχει “πως” πηγαίνουμε.
Και κάποια στιγμή καταλάβαμε πως φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα:  Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου να κατοικούν οι  πιο καταθλιπτικοί άνθρωποι της Ευρώ­πης.
Και γιατί αυτή η κατάθλιψη; Γιατί ξυπνήσαμε ένα πρωί και ακούσαμε ότι οι εχθροί είχαν μπει όχι στην πόλη, αλλά στα σπίτια μας, τους βλέπαμε και τους χαμογελούσαμε, γιατί δεν αντιληφθήκαμε, γιατί δεν καταλάβαμε, γιατί μας χάϊδευαν τ’ αυτιά και  οδηγούσαν το μυαλό μας σε επιδιώξεις που καλά-καλά δεν ξέρουμε  ακόμη, αν τις έχουμε ανάγκη.
Έτσι, βρεθήκαμε μεσούσης της οικονομικής κρίσης, στο μεγάλο πρόβλημα: Τι έχουμε να αξιοποιήσουμε πια σ’ αυτό τον τόπο. Φτάσαμε στο κατάντημα να ακούμε και να μην έχουμε ξεσηκωθεί ακόμη,  να συζητείται η πώληση της γης μας. Ακούσαμε και διαβάσαμε τις προτροπές να πουλήσουμε τον Παρθενώνα και τους ιερούς πανάρ­χαιους τόπους μας. Γιατί; Για να συνεχίσουμε να ζούμε σ’ έναν αμφίβολο πα­ρά­­δεισο, που μας επιβλήθηκε σιγά-σιγά ως τρόπος ζωής;
Κι όμως, εγώ πιστεύω πως είμαστε συνέχεια εκείνων των ανθρώπων που δημιούργησαν Θεούς και θαύματα σ΄αυτό τον τόπο.
Γιατί μπορεί να αναζητούμε στο σημερινό Ελληνα τις αρετές των παλαιοτέρων, αλλά έχουμε σίγουρα τα ελαττώματά τους.  Σ΄αυτή τη γη που γεννήθηκε ο Λεωνίδας κι ο Μιλτιάδης, κιο Περικλής, κιο Ευριπίδης, γεννήθηκε και ο Εφιάλτης. Εδώ γεννή­θηκε ο Προμηθέας, αλλά και ο Επιμηθέας. Εδώ και ο Θεμιστοκλής, ο οποίος  κατέ­ληξε προδότης στην αυλή των Περσών.
Φοβούμαι πως στην πατρίδα μας ετούτες τις σκληρές ο πολιτισμός βρίσκεται εν υπνώσει. Κι όμως αυτός τον πολιτισμό,  αν τον ξυπνούσαμε σιγά-σιγά,  και τον θέταμε σε λειτουργία, πολύ πιο εύκολα θα αποπληρώναμε τα δάνεια και θα έφευγαν αυτοί οι άνθρωποι με τα ψυχρά πρόσωπα που φαίνεται να ελέγχουν πλέον τις ζωές μας. Πολλές φορές μου έρχεται στο μυαλό, πως όλη η Ευρώπη χρωστάει στους Ελληνες. Οχι γιαυτό που είναι, αλλά  γι αυτό που θα μπορούσαν, που έχουν τη δυνατότητα να είναι. Μόνο και μόνο γιατί έχουν το μοναδικό προνόμιο να είναι κάτοικοι αυτής της γης που γέννησε την παγκόσμια κουλτούρα: Από την μυθική κόρη Ευρώπη, που πλάνεψε σ΄αυτή την Κρητική γη ο Δίας, μέχρι το τέλος της Βυ­ζαντι­νής αυτοκρατορίας. Από την μάχη του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας που απέτρεψε την κυριαρχία του κόσμου, απ΄τον σκληρό  πολιτισμό των Περσών και των χρυσοφόρων Μήδων.
Είδαμε πώς δύο μάχες που χάθηκαν στα Βυζαντινά χρόνια το Ματζικέρτ και το Μυριοκέφαλο, μαζί με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 έφεραν τους Τούρκους κάτω από τα τείχη της Βιέννης, στην καρδιά της Ευρώπης.  Ακόμη, μέχρι τώρα πληρώνουμε τις συνέπειες. Αλλά τέλος πάντως, κι αυτό είναι μιαν άλλη μακρά και περίπλοκη ιστορία.
Ο ελληνικός πολιτισμός όμως, παρά τους αιώνες, παρά τις επελάσεις βαρβάρων και άλλων “πολιτισμών” απέδειξε τις αντοχές και τη διάρκεια του. Δεν πέθανε αλλά πολύ περισσότερο δεν εκφυλίστηκε ανά τους αιώνες. Πιστεύω πώς δεχόμενος τον χριστιανισμό μπολιάστηκε με μια νέα δυναμική. Ο Χριστιανισμός του έδωσε μια νέα ώθηση, σαρώνοντας τα είδωλα και πολλές από τις αντιλήψεις , κατάφερε  μέσα από ένα θεσπέσιο “πάντρεμα”, να ξεπεράσει τις διαμάχες και τις έριδες του 2ου μ.Χ αιώνα και να κυριαρχήσει, δίδοντας και πάλι αριστουργήματα της τέχνης του πολιτισμού και κυρίως της αντίληψης για τον Άνθρωπο.
 Μια νέα εποχή ξεδιπλώθηκε μπολιάζοντας τους ανθρώπους, με το μήνυμα της αγάπης και της ανοχής, εξαφανίζοντας τα μειονεκτήματα των ανθρώπων της αρχαιό­τητας, που παρά τις πρωτοποριακές ιδέες τους, διατηρούσαν ακόμη σκλάβους και είλωτες, και πίστευαν  σε ανθρωπότροπους Θεούς.
Φίλιπποι, Κόρινθος, Κρήτη, Κύπρος. Ο Απόστολος των Εθνών ξεσήκωσε στο πέρασμά του  τις παλιές ιδεοληψίες, προέτρεψε τους ανθρώπους να αναγεννηθούν. Εγκαινίασε τον νέον Άνθρωπο,  εγκαθιστώντας νέες κοινωνίες, βασισμένες  στις αγα­πητικές σχέσεις των ανθρώπων,και στη μυστηριακή, βαθιά σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Δημιούργησε κοινότητες που στην εξέλιξη τους έδωσαν κι αυτές  αριστουρ­γή­ματα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, με βάση το συμβολισμό του ευτελούς ξύλου του Σταυρού που αναδείχθηκε σε σύμβολο αιώνιας θυσίας. Καθώς το οριζό­ντιο ξύλο συμβολίζει τα ανοιχτά χέρια στις σχέσεις των ανθρώπων και το όρθιο τη σχέση με το Θεό. 
Σ΄αυτήν ειδικά τη γωνιά του πλανήτη, οι άνθρωποι ευδόκησαν να ασπασθούν την  Ορθοδοξία που δεν αρέσκεται στην επίδειξη,  την αλαζονεία, την ύβρη. Οδήγησε  με ασφάλεια τα βήματα του ανθρώπου στο μέσα του, ανιχνεύοντας την ψυχή του. Θεραπεύοντας τα πάθη του, έχει πλέον σύμμαχο έναν Θεό που έγινε άνθρωπος όχι για να αντιγράψει τον τρόπο της ζωής του ανθρώπου, αλλά για να του δώσει το ακατάλυτο μήνυμα της Σωτηρίας. Όλα αυτά αποτυπώθηκαν, αιώνες αργότερα στους ναούς, στις εικόνες, στα κείμενα.
 Στην καθ΄ημάς ανατολή δείτε τους ρυθμούς των ναών μας. Θα τους χαρακτήριζα “εσωτερικούς”. Πολλές καμπύλες, ελάχιστες γωνίες, αναδεικνύουν την ανάγκη των ανθρώπων να νοιώσουν τα χέρια του Θεού που κατεβαίνουν απ΄τους τρούλους των βυζαντινών εκκλησιών να  τον αγκαλιάσουν.
 Σε καμία περίπτωση δεν διανοείται ο Χριστιανός της Ορθόδοξης Ανατολής να υψώσει γωνίες, να σηκώσει τόξα και αιχμές, σημαδεύοντας τον ουρανό κι έτσι να δείξει ότι προσπαθεί να φτάσει το Θεό. Η ανάγκη εκείνων των ανθρώπων να ανιχνεύσουν την ψυχή τους, να συναντήσουν το Θεό εντός τους και  αναγεννημένοι να βγουν προς τα έξω, μετουσιώνοντας και μεταφέροντας τη θαυμαστή αυτή εμπειρία ,  στη σχέση τους με τον συνάνθρωπο.
Αυτή η αγαπητική σχέση Θεού-Ανθρώπου, αυτός ο μυστηριακός δεσμός, γέννησε πάλι  αριστουργήματα. Αποτυπώθηκε σε ναούς, μοναστήρια, εικόνες, σύμβολα, μορφές και παραδόσεις. Δείγματα βλέπουμε παντού, σ΄ολόκληρη την Ελλάδα, σήμε­ρα, ως απομεινάρια της πραγματικής δόξας, που δεν είχε πιθανόν πολυτελή ενδύ­ματα, αλλά είχε  ψυχές ντυμένες με ισορροπία, αυτογνωσία,  γαλήνη και ήρεμη συνεί­δηση.
Γιαυτόν λοιπόν τον πολιτισμό και την προβολή του σας μιλάω. Γιατί ακόμη υπάρχουν πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη που γνωρίζουν, θέλουν κι επιθυμούν, πριν πεθάνουν ν΄αντικρύσουν ετούτη τη γη, ν΄ακουμπήσουν αυτά τα μάρμαρα, να αναπνεύσουν αυτόν τον αέρα και να λουστούν σ΄αυτό το φως και τη θάλασσα. Να νοιώσουν την ύπαρξη τους μέσα στα ξωκλήσια και στους ναούς, στα μάρμαρα και στα σύμβολα. Στους σταυρούς και στα πρόσωπα των Αγίων.
Δεν πιστεύω πως το μέλλον μας είναι όλοι εκείνοι που καταφθάνουν μόνο και μόνο για να περάσουν λίγες μέρες διακοπών, σ΄έναν τόπο που συχνά δεν γνωρίζουν που βρίσκεται. Δεν μιλάω γιαυτή την ανάπτυξη, με τους “λαιστρυγόνες”,  τις ορδές των ανύποπτων που έρχονται μόνο και μόνο για να ζήσουν πιο ελεύθερα απ’ τις δικές τους χώρες.
Εκείνο που ίσως θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει περισσότερο από το πόσες πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες έχουμε ή πόσες κλίνες καλύπτουμε κάθε καλο­καίρι, θαρρώ πως θα ήταν μια αντιμετώπιση πιο σοβαρή και υπεύθυνη, η οποία, εν τέλει θα μπορούσε να αποβεί μακρόχρονα ισχυρή επένδυση στον πολιτισμό μας και στα απτά δείγματα του, τα οποία συναντούν όλοι σε κάθε βήματα τους είτε το ξέρουν είτε όχι.
Η απουσία του κράτους όμως στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι θλιβερή. Η απουσία της ανάληψης ευθυνών ακόμη χειρότερη. Αφήνουμε έτσι στο έλεος του Κρόνου-Χρόνου, να τρώει, να καταπίνει ένα –ένα τα αριστουργήματα. Παρατημένα, αφημένα στην τύχη τους.
Ποιος από εσάς δεν έχει αγανακτήσει περπατώντας, στη Κνωσσό, ή στη Φαιστό απ’ τα σκουπίδια και την εγκατάλειψη.  Η τραγική ανευθυνότητα  αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι  στη Λίστα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, που είναι διεθνώς αναγνωρισμένη, η Ελλάδα, εκπροσωπείται με μόλις 17 μνημεία και περιοχές, απ’ τις οποίες λείπει,  ξέρετε ποιο μνημείο; Η Κνωσσός.
 Ξέρετε με ποια άλλη χώρα έχουμε τον ίδιο ακριβώς αριθμό μνημείων στη Λίστα της ΟΥΝΕΣΚΟ; Με την Αυστραλία, που κατάφερε να εντάξει στη λίστα, 17 τόπους άξιους να μνημονευτούν με ιστορία που ξεκινά μόλις πρίν από τρείς αιώνες.
Φαίνεται πώς είναι δύσκολο για το υπουργείο Πολιτισμού να συγκροτήσει έναν ειδικό φορέα με επιστήμονες που θα δημιουργήσουν τους απαραίτητους φακέλλους υποψηφιότητας και θα χαράξει υπεύθυνη στρατηγική.
Κι ύστερα κλαίμε πάνω απ’ τα  Μάρμαρα του Παρθενώνα,  που κάθε άλλο από καλή διατήρηση έχουν στο Μουσείο του Λονδίνου. Κι ευτυχώς που φτιάχτηκε το Μουσείο της Ακρόπολης για να καταπέσει πια και το τελευταίο επιχείρημα για την μη επιστροφή τους.
Όμως, εκτός από τους εκάστοτε κυβερνώντες, ευθύνη έχουμε όλοι μας. Από εσάς που δεν καταγγέλλετε  π.χ.  τον  “ξεναγό”  που παραπλανεί τους επισκέπτες μας, (έγινε κι αυτό πρόσφατα στην Βεργίνα από Σκοπιανούς), μέχρι τον κάθε πολίτη αυτής της χώρας, που δικαίως μεν τον ενδιαφέρει η επιβίωση και το στομάχι του, αλλά αδίκως τόσα χρόνια  αδιαφορεί για τους θησαυρούς που έχει γύρω του και η συντήρηση, η προσοχή, και η σωστή προβολή τους θα μπορούσε να  αποδώσει, εκτός των άλλων, και πολλά υλικά αγαθά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία μιας πρόσφατης έρευνας, οι Ελληνες στην συντριπτική τους πλειοψηφία, δηλαδή το 94,6% δεν συμμετέχουν ενεργά στην πολιτιστική ζωή του τόπου κατοικίας ενώ το 81,4% εμφανίζονται ανικανοποίητοι από την πολιτι­στική παραγωγής χώρας.
Το 61,7% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι επισκέπτεται σπανιότατα τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους και 12, 1% ομολογεί ότι δεν έχει επισκεφθεί ούτε ένα μουσείο ποτέ. Κι όμως, το 89,2% των Ελλήνων εμφανίζεται να επιθυμεί την προοπτική η Ελλάδα να επενδύσει στον πολιτισμό της ακόμη και σήμερα, σε περίοδο κρίσης. Μάλιστα το 66,3% θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν επενδύει επαρκώς στον πολι­τιστικό τουρισμό, ενώ το 64,7% εκτιμά ότι η χώρα δεν προωθεί επαρκώς τον πολιτισμό της στο εξωτερικό. Το 80% υποστηρίζει ότι υπάρχει διαπλοκή και διαφθορά στο χώρο του πολιτισμού, ενώ το 90,1% αγνοεί ποιος είναι ο υπουργός πολιτισμού της χώρας. Εξάλλου, στο ερώτημα ποια πολιτιστική εκπομπή στην τηλεόραση αρέσει, η συντριπτική πλειοψηφία απαντά  και προκρίνει αυτές που τρώνε και πίνουνε κάτι γνωστοί και δήθεν και συγχρόνως τραγουδούν και μερα­κλώνονται, για να μας διασκεδάσουν και να μας ψυχαγωγήσουν, να «οδηγή­σουν» δηλαδή την ψυχή μας, αλήθεια σε ποια ακριβώς κατεύθυνση;
Και το πιο σημαντικό 99 στους 100 ερωτηθέντες πιστεύει ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν βοηθά στη δημιουργία πολιτιστικής συνείδησης.
Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας μάλλον σήμερα, δεν είμαστε σε θέση να παράξουμε πολιτισμό. Είναι δυνατόν ποτέ να φτάσουμε έστω και στο ελάχιστο τους, κατά τα άλλα αντιπαθείς αυτή την περίοδο,  Γερμανούς, που έστησαν το μεγαλύτερο μέρος του ναού της Περγάμου μέσα στο μουσείο τους, εντυπωσιάζοντας τον επισκέπτη; Αντιθέτως, ποια εντύπωση αποκομίζει κάποιος που επισκέπτεται  ορισμένους αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα,  και βλέπει ένα φτωχό σκοινί απλώς να εμποδίζει να κυλήσουν προς τη θάλασσα τα αρχαία μάρμαρα;
Σήμερα πια σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώνουμε πως το πέρασμα του χρόνου είναι λιγότερο σκληρό, απ’ την αδιαφορία, την έλλειψη κατανόησης και εν τέλει την έλλειψη πολιτιστικής συνείδησης τόσο από μέρους των πολιτών όσο και από την κεντρική εξουσία. Απ΄αυτό που ονομάζουμε υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις φέρθηκε ως μητριά στη γη που το κρατάει, προτιμώντας να χρηματοδοτήσει  αμφίβολης ποιότητας «καλλιτέχνες», «θιάσους» και “κομπανίες” κάθε λογής, παρά να διαθέσει τους αυτονόητους πόρους για τα μνημεία και τους υπηρέτες τους, που είσαστε και εσείς όλοι που έχετε κάνει επάγγελμα τη μετάδοση της γνώσης αυτού του ιδιαίτερου πλούτου ,  σ΄αυτούς που δεν τον γνωρίζουν. Εσείς, που έχετε το βαρύ καθήκον όχι να δείξετε απλώς, αλλά να εμπνεύσετε να εμφυσήσετε σ΄όσους  μας επισκέπτονται το δέος για ότι δημιουργήθηκε με πενιχρά-σε σχέση με την εποχή μας μέσα- αλλά με πλούσια ψυχή και ανύστακτο ενδιαφέρον ανθρώπων-δημιουργών.
Και αφού παραπονέθηκα και νομίζω εκτονώθηκα αρκετά, θαρρώ πως πρέπει να σας αποκαλύψω πως παρόλα αυτά δεν είμαι απαισιόδοξη. Εγώ πιστεύω πως  αιώνες τώρα αυτός ο τόπος ζει, αναπνέει και  πορεύεται.
Σ’ όλες τις εποχές, πέρασε μέσα από θύελλες και συμφορές, κάθε είδους. Και επέμεινε και επέζησε. Και συνέχισε να δίδει προσωπικότητες και δημιουργίες ακόμη και στους νεώτερους χρόνους. Απλώς χρειάζεται να ξεφύγουμε  απ΄τα πρότυπα που μας έμαθαν και να πάμε παραπέρα. Να σκύψουμε βαθιά μέσα μας και να αναρωτηθούμε τι χρειαζόμαστε πραγματικά, τι έχουμε απόλυτη ανάγκη. Η οικονομική κρίση, ίσως βοηθά  σε τούτο: Ν’ ανοίξουμε τις πόρτες και  τα παράθυρα της ψυχής και του μυαλού μας να τα΄αερίσουμε επιτέλους, να πετάξουμε όλα τα περιττά που χρόνια μας έχουν δέσμιους, να ξεραχνιάσουμε τις σκοτεινές γωνιές, να σηκώσουμε τα χαλιά να πετάξουμε τα σκουπίδια, ασπρίσουμε, να καθαρίσουμε κι ας μπούμε μέσα ξανά με λιγότερα ψιμύθια αλλά περισσότερο οξυγόνο. Γιατί πιστεύω πως το τι μέλλει γενέσθαι και τι τέξεται η επιούσα, δεν είναι μόνο υπόθεση ενός λεπτού: Την ώρα δηλαδή που ρίχνουμε κάθε 4 χρόνια το ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Είναι υπόθεση τόσο σοβαρή και αφορά τον κάθε έναν προσωπικά. Με μία υπόμνηση τα σχέδια κάθε ανθρώπου θα πρέπει-για να έχουν συνέχεια- να περιλαμβάνουν και τον συνάνθρωπο. Γιατί τελικά μια κοινωνία είμαστε, που αναπόφευκτα στηρίζεται στα χέρια όλων. Η αλυσίδα σπάει όταν φεύγει ένας κρίκος. Αυτό ακριβώς πιστεύω πως μπορούμε να φτιάξουμε: Αλυσίδες δημιουργικότητας. Ιδέες που θα υλοποιούνται με το μόχθο όλων, αλλά πρώτ΄απ΄όλα πρέπει να πιστέψουμε στον εαυτό μας και στον άλλο.
Δεν παραγνωρίζω ότι στις  κρίσεις-κάθε λογής- ελλοχεύει η καχυποψία ο ατομισμός και το προσωπικό συμφέρον. Αν καταφέρουμε να σκεφτόμαστε καθημε­ρινά πως ό,τι κάνουμε έχει αντίκτυπο στους άλλους και επιστρέφει σε μας, και στα παιδιά μας, θαρρώ πως θ΄αλλάξουμε νοοτροπία κι ίσως έτσι είναι ευκολότερο να πετάξουμε τα άχρηστα ψιμύθια που μας επέβαλαν  και που τα ονομάζουμε ανάγκες.
Θέλω να σας πω μια πρόσφατη εμπειρία μου απ’ το εξωτερικό. Μου έλεγαν στην Ιταλία και στο Λονδίνο, πως είναι αδιανόητο για έναν Ιταλό ή για έναν Βρετανό, να βγάλει έξω τους φίλους του να τους κεράσει γιατί έτσι το θέλει, το επιθυμεί και τον κάνει χαρούμενο. Αυτό που για έναν Ελληνα είναι αυτονόητο,  για χιλιάδες Ευρω­παίους είναι αδιανόητο.
Έτσι, θαρρώ, πως παρά τη γκρίνια και την ταραχή, δεν έχουμε ακόμη χάσει τους δεσμούς μας.
Η σχέση εξακολουθεί να είναι βαθιά μέσα μας ριζωμένη, η σχέση με τον άλλον κι η αποδοχή του άλλου.
Η οικονομική κρίση μας οδηγεί αναγκαστικά να σκεφτούμε πλέον διαφορετικά. Αν θέλουμε λοιπόν να δημιουργήσουμε πραγματικά μια «βαριά βιομηχανία τουρισμού» δεν έχουμε παρά να εγκαταλείψουμε, εν πολλοίς, τις πρακτικές του χθες. Πρέπει, νομίζω να στραφούμε εντός μας, και να ανιχνεύσουμε καλύτερα αυτή τη γη που πατάμε κι αυτά που σηκώνει. Να τα δούμε με άλλο μάτι.  Εναλλακτικές μορφές τουρισμού το λένε, αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από εμένα.
Η ανάδειξη των τοπικών χαρακτηριστικών στοιχείων, άλλωστε, έχει αποδειχθεί ότι προσελκύει το ενδιαφέρον χιλιάδων ανθρώπων.
Κι επειδή είμαστε εδώ στην Κρήτη,   θα αναφέρω ως παράδειγμα, τη διατροφή μας που  αποτελεί σημείο έλξης ανθρώπων από τα πέρατα του κόσμου και θα μπορούσε να  αναδειχθεί καλύτερα και να προβληθεί παγκόσμια. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με τα φαράγγια μας, τα πλούσια σε σπάνια φυτά βουνά μας, αλλά ακόμη και τα ιστορικά δένδρα που εξακολουθούν να αναπνέουν τον ίδιο αέρα  αιώνες τώρα. Στους κορμούς τους διαβάζεις την ιστορία του τόπου. Θα μπορούσαν κάλλιστα να αναδειχθούν και να προσελκύσουν επισκέπτες, φτάνει να τα αναδεικνύαμε και να τα  προβάλλαμε σωστά. Να  διηγούμαστε,για παράδειγμα,  την τοπική μας ιστορία κάτω από το μουρμούρισμα των φύλλων τους, σ΄αυτούς που θα επισκέπτονταν. Αναφέρω ως παράδειγμα  μια ελιά στο Καβούσι της Ιεράπετρας  1000 ετών, με περίμετρο ρίζας  20 μέτρα και μάλιστα απ’ αυτήν την ελιά μου είπαν πως έκοψαν κλαδιά και τα έκαναν στεφάνια για τους αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Αναμφισβήτητα όμως από τα μεγαλύτερα κεφάλαια μας στα οποία θα μπορούσαμε ιδιαίτερα αυτές τις κρίσιμες οικονομικά εποχές να στηριχθούμε είναι ο προσκυ­νηματικός τουρισμός.
Πολλοί θαρρούν ακόμη και σήμερα που έχει βρίσκεται νομίζω, στα σπάργανα το θέμα, πως δεν έχει να προσφέρει πολλά. Αντίθετα όλα δείχνουν πως είναι μια ανεκμετάλλευτη πηγή, καθώς ο τόπος μας ευδόκησε να έχει και πλήθος εκκλη­σιαστικών μνημείων, μοναδικών στο κόσμο, που με την κατάλληλη παρου­σίαση θα μπορούσαν να προσελκύσουν ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Δεν είναι ο προσκυνηματικός τουρισμός, το πούλμαν με τον καλό παπά του χωριού και τους ηλικιωμένους συνταξιούχους που επισκέπτονται τα μοναστήρια και τους ιερούς τόπους ζητώντας απλώς την ευλογία του  Θεού. Είναι μία πλευρά αυτό, αλλά δεν είναι η κυριότερη. Υπάρχουν πολλοί που επισκέπτονται αυτούς τους τόπους θρησκευτικής κληρονομιάς συνδυάζοντας το προσκύνημα και με άλλες τουρι­στικές δραστηριότητες.
Αν στο παρελθόν οι άνθρωποι επισκέπτονταν ιερά για να κάνουν θυσίες, για να ρωτήσουν τους μάντεις, για να επικοινωνήσουν με τις θεότητες τους και σήμερα υπάρχουν κίνητρα και βαθύτερες ανάγκες που οδηγούν τους ανθρώπους στα προσκυ­νήματα. Η ανάδειξη τους είναι καθήκον μας, όχι μόνο γιατί τα συντηρούμε και τα προβάλλουμε, για να τα επιδεικνύουμε και ενδεχομένως να τα εκμεταλλευό­μαστε οικονομικά, αλλά γιατί όλα αυτά πρωτίστως, προσφέρονται ως μάθη­μα αυτογνωσίας, ιστορικής συνείδησης και πολιτισμού.
Η γνώση του τι βλέπουμε σ΄ένα μοναστήρι, ή σε μια εικόνα, η ιστορία του συγκε­κριμένου θρησκευτικού μνημείου, η μοναδικότητα των τέμπλων, ή το δέος από το αίσθημα ότι πατάς το ίδιο χώμα και βλέπεις  τα ίχνη  από τα βήματα του Αποστόλου των Εθνών, όλα αυτά είναι η ουσία αυτού που θέλω να σας εκφράσω. Όταν μάλιστα,  το κέρδος δεν κατέχει την πρώτη θέση, πιστεύω πως ότι γίνεται, παίρνει μια πιο ουσιαστική και ελεύθερη έκφραση. Γιατί κι εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να κυριαρχήσει η εμπορευματοποίηση η οποία θαρρώ πως μόνο ένα βήμα τη χωρίζει απ΄τον ευτελισμό εκείνων που θα δουν μια εύκολη πηγή πλουτισμού σ΄ένα παμπάλαιο προσευχητάρι.
Η Εκκλησία, όμως,  έχει τη δυνατότητα και τον τρόπο να προστατεύσει αυτές τις πρωτοβουλίες και με υπερηφάνεια, χωρίς μιζέρια και κακομοιριά να δείξει τη λαμπρή παράδοση, τα αποτελέσματα της πίστης και τους πόθους των δημιουργών τους, έτσι όπως αποτυπώνονται στα εκκλησιαστικά μνημεία. Να αναδείξει το μυστικό πλούτο και να μεταγγίσει τις ιδέες και την πίστη. Αν όλα αυτά κατά­νοηθούν, είναι βέβαιον πως θα προσελκύσουν το ενδιαφέρουν πολύ περισσότερων απ΄όσους  νομίζουμε.
Αυτό αποδεικνύεται από τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Του­ρισμού που υποστηρίζει ότι παρά τις πιέσεις της οικονομικής κρίσης ο προσκυνη­ματικός τουρισμός είναι ακόμη ανθεκτικός. Η ανάγκη του ανθρώπου για πνευμα­τική ανά­ταση ιδιαίτερα στις μέρες μας που δεν έχει που να σταθεί και  να ακουμπή­σει, όταν βλέπει τα έργα των ανθρώπων να καταρρέουν και το μέλλον του αβέβαιο, η ανάγκη να επικοινωνήσει πνευματικά, είναι αναπόφευκτη.
Ίσως γι’ αυτό εμπειρογνώμονες του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, προ­βλέ­­πουν ότι στο άμεσο μέλλον περίπου οκτακόσια εκατομμύρια προσκυνητές θα διακι­νηθούν σε ιερά σ΄ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Πορτογαλία όπου υπάρχει το θαυμαστό προσκύνημα της Φατίμα, δημιούργησε μέσα στο υπουργείο τουρισμού ειδικό τμήμα, ενώ η διπλανή Τουρκία εκδίδει τόμους και τόμους με τα θρησκευτικά μνημεία και τους τόπους της λατρείας που έχει.
Τουλάχιστον 280 μνημεία και περιοχές με θρησκευτικό ενδιαφέρον έχουν ήδη εντοπισθεί στην Ελλάδα από τον ίδιο Παγκόσμιο Οργανισμό. Ίσως είναι και τα περισσότερα στις Βαλκανικές χώρες, δεδομένου ότι, για παράδειγμα στη Ρουμανία, εντοπίστηκαν μόλις 150.
Στην Ελλάδα έχει αρχίσει δειλά μια συνεργασία Εκκλησίας-Πολιτείας για την ανάπτυξη του προσκυνηματικού τουρισμού. Περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι διακινούνται κάθε χρόνο στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να επισκεφθούν μοναστήρια και ιερούς τόπους. Ακόμη περισσότεροι, θα ήθελαν να ακολουθήσουν τα βήματα του Αποστόλου Παύλου, που περνούν και από την Ελλάδα.
Καλή τύχη για μας τους Κρήτες,  έβαλε στο δρόμο του Αποστόλου των Εθνών το νησί μας. Η κακοκαιρία όμως  ήταν η αιτία που σταμάτησε ο Παύλος στους Καλούς λιμένες, πηγαίνοντας στη Ρώμη για να δικαστεί. Μετά την αποφυλάκιση του ήρθε για δεύτερη φορά μαζί με τον στενό του συνεργάτη Τίτο στον οποίο ανέθεσε και την οργάνωση της Εκκλησίας χειροτονώντας τον ως πρώτο επίσκοπο Κρήτης. Η καλή αυτή τύχη ίσως συνεχισθεί με την ανάπτυξη των διαδρομών του Παύλου. Και ίσως αναπτυχθεί περισσότερο η Γόρτυνα και η ευρύτερη περιοχή που είναι βέβαιον πως ελκύει το ενδιαφέρον πολλών.
Σ’ αυτό το σημείο δεν μπορώ παρά να μνημονεύσω τα όσα συζητήθηκαν στο Ηράκλειο σε μια ημερίδα που οργανώθηκε από τους ιεράρχες του νησιού και των Δωδεκανήσων για μια εκστρατεία προώθησης και ανάπτυξης του εκκλησιαστικού τουρισμού. Με εντυπωσίασε ότι τότε ανακοινώθηκε πως θα υπάρξουν επαφές για κοινή δράση ή συνεργασία σ΄αυτό το θέμα με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ οι ορθόδοξοι ναοί και τα εκκλησιαστικά μνημεία σε Κρήτη και Δωδεκάνησα θα ήταν ανοιχτά σε όλους τους επισκέπτες.
Τότε συμφωνήθηκε -όπως διαβάζω στον Τύπο- ότι ο εκκλησιαστικός τουρισμός θα αποτελέσει ζώσα εναλλακτική μορφή τουρισμού, χωρίς όμως να επιζητείται το κέρδος ή να κάνει η Εκκλησία μάρκετινγκ.
Γιατί ο στόχος είναι «να υπηρετούμε και να πορευόμαστε με αρχές και αξίες, της πίστης και της παράδοσης μας. Και έτσι παράλληλα με τα έργα του πολιτισμού και της τέχνης θα αναδείξουμε μέσω του εκκλησιαστικού τουρισμού και αυτές τις αξίες», είπε τότε  εύστοχα ο φωτισμένος Μητροπολίτης μας κ. Νεκτάριος. 
 Όλα αυτά είναι ένα όραμα εφικτό, αφού η Κρήτη, θεωρείται η ναυαρχίδα του τουρισμού μας. Άλλωστε σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει πρόσφατα πρώτη επιλογή των επισκεπτών μας που συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια ήταν η Κρήτη, σε ποσοστό 49,2%. Ακολουθούσαν άλλα ελληνικά νησιά και τρίτη ερχόταν η Τουρκία.
Τα κριτήρια επιλογής της κρήτης, σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτηθέντων ήταν η ευκολία του ταξιδιού, η πρόσβαση δηλαδή. Ο ήλιος και οι παραλίες, η αναλο­γία αξίας προς το κόστος, η ιστορία και τα αξιοθέατα και τέλος, η κουζίνα μας. Με δυο λόγια, οι προϋποθέσεις ανάπτυξης υπάρχουν. Η βούληση όμως για χάραξη σοβα­ρής στρατηγικής αναζητείται.
Ίσως γιαυτό πολλοί πιστεύουν σήμερα πια πως αν η χώρα μας εμφανίζει σημάδια παρακμής ένας σοβαρός λόγος είναι και γιατί αποκόπτεται από τις παραδόσεις, τη γνώση και την αγάπη της ιστορίας της, αλλά και, εν τέλει της ίδιας της ύπαρξης της. Και είναι φορές που αντικρίζοντας “έργα” και πράξεις των Νεοελλήνων δεν μπορώ παρά να ευχηθώ να γίνουμε όλοι-πολίτες και πολιτικοί- λίγο περισσότερο “φιλέλ­ληνες”.
Για τη δύναμη και τη δυναμική όμως του προσκυνηματικού τουρισμού, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε μια προσωπική μου εμπειρία. Επί μία εικοσαετία καλύπτω δημοσιογραφικά μια πασίγνωστη θρησκευτική τελετή : Την αφή του Αγίου  Φωτός στα Ιεροσόλυμα. Πριν από είκοσι χρόνια, στην αρχή αυτών των αποστολών, το πλήθος των προσκυνητών προέρχονταν κυρίως απ΄την Ελλάδα.
Ακόμη θυμούμαι με πόσο δέος αντίκριζαν οι προσκυνητές την ελληνική σημαία να κυματίζει στην άκρη του “πουθενά” στην Ιεριχώ, στο μοναστήρι του Αβά Γερασίμου, όπου ένας καλόγερος, μόνος του λες και κρατούσε στα χέρια του ολόκληρη την πατρίδα. Αν δεν έχετε ζήσει αυτή την εμπειρία μη σπεύσετε να ψέξετε αυτήν μου την αφορά. Όμως εκατοντάδες προσκυνητές, ανεξαρτήτως της θέρμης της πίστης, ή της αγάπης τους προς την Ελλάδα, κάτι σημαντικό ένιωθαν και ζούσαν και κείνο τον ερημικό παράδεισο που είχε στήσει ένας Ελληνας μοναχός.
Σιγά-σιγά όμως, είτε γιατί αυξήθηκαν οι κίνδυνοι, λόγω της πολιτικής αστάθειας της περιοχής, είτε γιατί άρχισε η επέλαση της οικονομικής κρίσης, είτε επικράτησε η απογοήτευση για όσα θλιβερά διαδραματίστηκαν στους Αγίους Τόπους το 2005, οι ΄Ελληνες αραίωσαν.
“Ορδές” (συγχωρείστε μου την έκφραση), Ρώσων προσκυνητών κατέφθαναν κατά εκατοντάδες στο ναό της Αναστάσεως. Όλοι, μα όλοι τους,  γεμάτοι από ζήλο και πόθο που έφτανε και ξεπερνούσε-πολλές φορές- τα όρια του φανατισμού, προσπαθούσαν να καλύψουν το χρόνο που έχασαν όταν ήταν κλεισμένοι στα τείχη της χώρας που δεν επέτρεπε τη φυγή τους.
Όταν έμαθα ότι ακόμη και Ρώσοι επιχειρηματίες χρηματοδοτούσαν ορισμένες απ΄αυτές τις επισκέψεις εξεπλάγην.
Αργότερα όμως κατάλαβα. Οταν δηλ. διαπίστωσα ότι ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος έδειχνε το ενδιαφέρον της πολιτικής εξουσίας επισκεπτόμενος τους Αγίους Τόπους. Είναι πλέον φανερό πως οι Ρώσοι χρησιμοποιούν και τη θρησκεία, αλλά και κατ’ επέκταση τα προσκυνήματα ως όχημα επιβολής. Γιατί ο πόθος τους να αποκτήσουν στην Αγία Γη “κτήσεις” είναι κάτι περισσότερο από φανερός πλέον.
Κι εμείς; Εμείς που έχουμε το μοναδικό προνόμιο των κτητόρων των σπουδαιότερων προσκυνημάτων, ανά τους αιώνες τι κάνουμε; Πόσο το εκτιμούμε, το υπολογίζουμε και το σεβόμαστε αυτό το προνόμιο; Τι κάνουμε, ως έθνος σ΄έναν τόπο όπου η ελληνική παρουσία είναι ολοφάνερη σε κάθε βήμα;
Δεν θέλω να υπενθυμίσω τα φοβερά που ακούσαμε και είδαμε να τεκταίνονται εκεί ακριβώς που περπάτησε ο Θεάνθρωπος.
Μια χούφτα όλοι-κιόλοι οι μοναχοί μας, με όλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις που μπορεί να έχουν, επιτελούν τιτάνιο έργο, μόνοι. Ξεχασμένοι ουσιαστικά, από την κεντρική εξουσία. Μαραζώνουν μέσα στη θλίψη της αποξένωσης και της αδιαφορίας. Ίσως τους ξαναθυμηθούμε αν -ο μη γένοιτο- ξεσπάσουν πάλι ταραχές. Αλλά αυτή τη φορά θα είναι πραγματικά αργά να ενδιαφερθούμε. Δεν θα υπάρχει δρόμος επιστροφής. Θα χάσουμε και αυτά τα ακριβά προνόμια μας.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι προσοχή, η μέριμνα αποτελέσματα της αγάπης σ΄αυτά που έχουμε και κατέχουμε είναι η μόνη διέξοδος. Κι όλα αυτά θα έρθουν αν πρώτα αποκτήσουμε τη γνώση. Να μάθουμε, δηλαδή να εκπαιδευτούμε να νιώθουμε τη δύναμη των εικόνων πολιτισμού που μας έρχονται από τα βάθη των αιώνων, όχι σαν στείρα πληροφόρηση, αλλά σαν εμπειρία ζωής, σαν κατάθεση ψυχής.
Τελειώνοντας, εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι τόσα χρόνια μας έχει ξεφύγει η απάντηση σ΄ένα ερώτημα, κι άς παριστάνουμε πώς είμαστε εξόχως τουριστική χώρα.
Ποτέ δηλαδή δεν αναρωτηθήκαμε ποια Ελλάδα παίρνουν μαζί τους οι ξένοι που έρχονται και φεύγουν. Ποιά Ελλάδα τους δίδουμε, τι τους γνωρίζουμε, τι τους μεταγγίζουμε.
Μήπως στις αποσκευές τους έχουν μόνο τα ευτελή-ή ακόμη και ακριβά- αναμνηστικά που αγόρασαν; Τις φωτογραφίες που τράβηξαν ή τα βίντεο που “γύρι­σαν” απ΄τις ανέμελες διακοπές τους σε πολυτελή θέρετρα και θάλασσες. Ας είναι και αυτά. Αλλά άς μην είναι μόνο αυτά.
Αν καταφέρουμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα τι παίρνουν φεύγοντας οι ξένοι απ’ την Ελλάδα, θαρρώ πως μπορεί να ανοίξουμε νέους δρόμους στην ανά­πτυξή μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.